- πνευμονογράφημα
- το рентгеновский снимок лёгких
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πνευμονογράφημα — ήματος, το, Ν ιατρ. διάγραμμα, γραφική παράσταση που δείχνει τις διακυμάνσεις τής αναπνοής και γίνεται με ειδική συσκευή, τον πνευμονογράφο ή πνευμογράφο … Dictionary of Greek